καλούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλούμαι, παθητική φωνή του καλώ

Ρήμα

καλούμαι  δείτε τη λέξη καλώ

  1. με καλεί το καθήκον, κάποια υποχρέωση, πρέπει να κάνω κάτι που δεν είναι σαφές αν το επιθυμώ και που τείνει να μην αφορά κάτι ιδιαίτερα ευχάριστο
    Καλούμαι να καταβάλλω 5.000 ευρώ/στο στρατό/να αναταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου
  2. ονομάζομαι

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη καλώ

Κλίση

  •  δείτε τη λέξη καλώ
  • Και παρατατικός: εκλήθην, κυρίως στο τρίτο πρόσωπο: εκλήθη, πληθυντικός: εκλήθησαν
  • Και παθητικός αόριστος καλέστηκα (απαρέμφατο: καλεστεί, εξαρτημένος τύπος: καλεστώ)
  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.