beckon
Αγγλικά (en)
Ρήμα
beckon
(en)
γνέφω
ενθαρρυντικά-καταφατικά-ενισχυτικά-υποστηρικτικά-εγκωμιαστικά-φιλικά
με οποιοδήποτε μέλος του σώματος, ή τρόπο
(προσ)
καλώ
κάνοντας νόημα, χειρονομία, κίνηση κεφαλής, ματιών κτλ.
(
μεταφορικά
)
δελεάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.