αντέγκληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντέγκληση οι αντεγκλήσεις
      γενική της αντέγκλησης* των αντεγκλήσεων
    αιτιατική την αντέγκληση τις αντεγκλήσεις
     κλητική αντέγκληση αντεγκλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεγκλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντέγκληση < αντεγκαλώ (αντί-εγκαλώ)}

Ουσιαστικό

αντέγκληση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.