καλόμοιρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλόμοιρος | η | καλόμοιρη | το | καλόμοιρο |
| γενική | του | καλόμοιρου | της | καλόμοιρης | του | καλόμοιρου |
| αιτιατική | τον | καλόμοιρο | την | καλόμοιρη | το | καλόμοιρο |
| κλητική | καλόμοιρε | καλόμοιρη | καλόμοιρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλόμοιροι | οι | καλόμοιρες | τα | καλόμοιρα |
| γενική | των | καλόμοιρων | των | καλόμοιρων | των | καλόμοιρων |
| αιτιατική | τους | καλόμοιρους | τις | καλόμοιρες | τα | καλόμοιρα |
| κλητική | καλόμοιροι | καλόμοιρες | καλόμοιρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλόμοιρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλόμοιρος[1] < καλο- + μοῖρ(α) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈlo.mi.ɾosl/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λό‐μοι‐ρος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καλόμοιρος
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.