καλουπώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλουπώνω < καλούπ(ι) + -ώνω

Ρήμα

καλουπώνω (παθητική φωνή: καλουπώνομαι)

  1. ετοιμάζω καλούπια, βάζω καλούπια
  2. (μεταφορικά) θέτω περιορισμούς

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.