καλούπωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλούπωμα τα καλουπώματα
      γενική του καλουπώματος των καλουπωμάτων
    αιτιατική το καλούπωμα τα καλουπώματα
     κλητική καλούπωμα καλουπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλούπωμα < καλουπώ(νω) + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈlu.po.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλούπωμα

Ουσιαστικό

καλούπωμα ουδέτερο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.