καλουπατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καλουπατζής | οι | καλουπατζήδες |
| γενική | του | καλουπατζή | των | καλουπατζήδων |
| αιτιατική | τον | καλουπατζή | τους | καλουπατζήδες |
| κλητική | καλουπατζή | καλουπατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καλουπατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης οικοδομής ο οποίος είναι ειδικευμένος στην κατασκευή καλουπωμάτων τοιχίων, κολονών και πλακών για ρίψη μπετού
- πρώτα θα μπουν οι καλουπατζήδες και μετά οι σιδεράδες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καλούπι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.