καλουπατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλουπατζής οι καλουπατζήδες
      γενική του καλουπατζή των καλουπατζήδων
    αιτιατική τον καλουπατζή τους καλουπατζήδες
     κλητική καλουπατζή καλουπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλουπατζής < καλούπ(ι) + -ατζής

Ουσιαστικό

καλουπατζής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.