καλλωπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλλωπίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλλωπίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.loˈpi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λω‐πί‐ζω
Ρήμα
καλλωπίζω, αόρ.: καλλώπισα, παθ.φωνή: καλλωπίζομαι, π.αόρ.: καλλωπίστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: καλλωπισμένος
- (λόγιο) περιποιούμαι κάτι με σκοπό να το κάνω πιο όμορφο
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καλλωπίζω | καλλώπιζα | θα καλλωπίζω | να καλλωπίζω | καλλωπίζοντας | |
| β' ενικ. | καλλωπίζεις | καλλώπιζες | θα καλλωπίζεις | να καλλωπίζεις | καλλώπιζε | |
| γ' ενικ. | καλλωπίζει | καλλώπιζε | θα καλλωπίζει | να καλλωπίζει | ||
| α' πληθ. | καλλωπίζουμε | καλλωπίζαμε | θα καλλωπίζουμε | να καλλωπίζουμε | ||
| β' πληθ. | καλλωπίζετε | καλλωπίζατε | θα καλλωπίζετε | να καλλωπίζετε | καλλωπίζετε | |
| γ' πληθ. | καλλωπίζουν(ε) | καλλώπιζαν καλλωπίζαν(ε) |
θα καλλωπίζουν(ε) | να καλλωπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καλλώπισα | θα καλλωπίσω | να καλλωπίσω | καλλωπίσει | ||
| β' ενικ. | καλλώπισες | θα καλλωπίσεις | να καλλωπίσεις | καλλώπισε | ||
| γ' ενικ. | καλλώπισε | θα καλλωπίσει | να καλλωπίσει | |||
| α' πληθ. | καλλωπίσαμε | θα καλλωπίσουμε | να καλλωπίσουμε | |||
| β' πληθ. | καλλωπίσατε | θα καλλωπίσετε | να καλλωπίσετε | καλλωπίστε | ||
| γ' πληθ. | καλλώπισαν καλλωπίσαν(ε) |
θα καλλωπίσουν(ε) | να καλλωπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καλλωπίσει | είχα καλλωπίσει | θα έχω καλλωπίσει | να έχω καλλωπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καλλωπίσει | είχες καλλωπίσει | θα έχεις καλλωπίσει | να έχεις καλλωπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καλλωπίσει | είχε καλλωπίσει | θα έχει καλλωπίσει | να έχει καλλωπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καλλωπίσει | είχαμε καλλωπίσει | θα έχουμε καλλωπίσει | να έχουμε καλλωπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καλλωπίσει | είχατε καλλωπίσει | θα έχετε καλλωπίσει | να έχετε καλλωπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καλλωπίσει | είχαν καλλωπίσει | θα έχουν καλλωπίσει | να έχουν καλλωπίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καλλωπίζομαι | καλλωπιζόμουν(α) | θα καλλωπίζομαι | να καλλωπίζομαι | ||
| β' ενικ. | καλλωπίζεσαι | καλλωπιζόσουν(α) | θα καλλωπίζεσαι | να καλλωπίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | καλλωπίζεται | καλλωπιζόταν(ε) | θα καλλωπίζεται | να καλλωπίζεται | ||
| α' πληθ. | καλλωπιζόμαστε | καλλωπιζόμαστε καλλωπιζόμασταν |
θα καλλωπιζόμαστε | να καλλωπιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | καλλωπίζεστε | καλλωπιζόσαστε καλλωπιζόσασταν |
θα καλλωπίζεστε | να καλλωπίζεστε | (καλλωπίζεστε) | |
| γ' πληθ. | καλλωπίζονται | καλλωπίζονταν καλλωπιζόντουσαν |
θα καλλωπίζονται | να καλλωπίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καλλωπίστηκα | θα καλλωπιστώ | να καλλωπιστώ | καλλωπιστεί | ||
| β' ενικ. | καλλωπίστηκες | θα καλλωπιστείς | να καλλωπιστείς | καλλωπίσου | ||
| γ' ενικ. | καλλωπίστηκε | θα καλλωπιστεί | να καλλωπιστεί | |||
| α' πληθ. | καλλωπιστήκαμε | θα καλλωπιστούμε | να καλλωπιστούμε | |||
| β' πληθ. | καλλωπιστήκατε | θα καλλωπιστείτε | να καλλωπιστείτε | καλλωπιστείτε | ||
| γ' πληθ. | καλλωπίστηκαν καλλωπιστήκαν(ε) |
θα καλλωπιστούν(ε) | να καλλωπιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καλλωπιστεί | είχα καλλωπιστεί | θα έχω καλλωπιστεί | να έχω καλλωπιστεί | καλλωπισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καλλωπιστεί | είχες καλλωπιστεί | θα έχεις καλλωπιστεί | να έχεις καλλωπιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καλλωπιστεί | είχε καλλωπιστεί | θα έχει καλλωπιστεί | να έχει καλλωπιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καλλωπιστεί | είχαμε καλλωπιστεί | θα έχουμε καλλωπιστεί | να έχουμε καλλωπιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καλλωπιστεί | είχατε καλλωπιστεί | θα έχετε καλλωπιστεί | να έχετε καλλωπιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καλλωπιστεί | είχαν καλλωπιστεί | θα έχουν καλλωπιστεί | να έχουν καλλωπιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καλλωπισμένος - είμαστε, είστε, είναι καλλωπισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καλλωπισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καλλωπισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καλλωπισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καλλωπισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καλλωπισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καλλωπισμένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- καλλωπίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καλλωπίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.