όμορφο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.moɾ.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όμορφο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

όμορφο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του όμορφος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του όμορφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.