ακαλλώπιστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακαλλώπιστα < ακαλλώπιστ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kaˈlo.pi.sta/
Μεταφράσεις
ακαλλώπιστα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ακαλλώπιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ακαλλώπιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.