καλλωπισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καλλωπισμός | οι | καλλωπισμοί |
| γενική | του | καλλωπισμού | των | καλλωπισμών |
| αιτιατική | τον | καλλωπισμό | τους | καλλωπισμούς |
| κλητική | καλλωπισμέ | καλλωπισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλλωπισμός < αρχαία ελληνική καλλωπισμός < καλλωπίζω < κάλλος + ὤψ (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lo.piˈzmos/
Ουσιαστικό
καλλωπισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καλλωπίζω
- η διακόσμηση ενός χώρου, η βελτίωση της εμφάνισής του με την προσθήκη άλλων στοιχείων
- η επιτροπή για τον καλλωπισμό του γραφείου μας πρότεινε αφίσες, φυτά και καινούργια έπιπλα
- η βελτίωση της εμφάνισης ανθρώπου ή ζώου, η περιποίησή του
- η φίλη μου άνοιξε μαγαζί για τον καλλωπισμό σκύλων και έχει μεγάλη πελατεία
- η διακόσμηση ενός χώρου, η βελτίωση της εμφάνισής του με την προσθήκη άλλων στοιχείων
Μεταφράσεις
καλλωπισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.