καλλωπιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλλωπιστικός | η | καλλωπιστική | το | καλλωπιστικό |
| γενική | του | καλλωπιστικού | της | καλλωπιστικής | του | καλλωπιστικού |
| αιτιατική | τον | καλλωπιστικό | την | καλλωπιστική | το | καλλωπιστικό |
| κλητική | καλλωπιστικέ | καλλωπιστική | καλλωπιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλλωπιστικοί | οι | καλλωπιστικές | τα | καλλωπιστικά |
| γενική | των | καλλωπιστικών | των | καλλωπιστικών | των | καλλωπιστικών |
| αιτιατική | τους | καλλωπιστικούς | τις | καλλωπιστικές | τα | καλλωπιστικά |
| κλητική | καλλωπιστικοί | καλλωπιστικές | καλλωπιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλλωπιστικός < ελληνιστική κοινή καλλωπιστικός < αρχαία ελληνική καλλωπίζω < κάλλος + ὤψ
Επίθετο
καλλωπιστικός, -ή, -ό
- που εκτιμάται για την ομορφιά του και χρησιμοποιείται ή είναι κατάλληλος για διακόσμηση, για καλλωπισμό
- η τριανταφυλλιά είναι από τα πιο δημοφιλή καλλωπιστικά φυτά
Συγγενικά
- καλλωπιστικά
- → δείτε τις λέξεις καλλωπίζω, κάλλος και όψη
Μεταφράσεις
καλλωπιστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.