καλλωπιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καλλωπιστής | οι | καλλωπιστές |
| γενική | του | καλλωπιστή | των | καλλωπιστών |
| αιτιατική | τον | καλλωπιστή | τους | καλλωπιστές |
| κλητική | καλλωπιστή | καλλωπιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλλωπιστής < αρχαία ελληνική καλλωπιστής
Μεταφράσεις
καλλωπιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.