εξωραΐζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξωραΐζω < ελληνιστική κοινή ἐξωραΐζω < ἐξ- + ὡραΐζω (ομορφαίνω) < αρχαία ελληνική ὡραῖος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embellir)

Ρήμα

εξωραΐζω (παθητική φωνή: εξωραΐζομαι)

  1. κάνω κάτι ομορφότερο, το καλλωπίζω, το ομορφαίνω
     συνώνυμα: καλλύνω, στολίζω, ωραΐζω
  2. παρουσιάζω κάτι πιο ωραίο απ' ό,τι είναι, ωραιοποιώ, εξιδανικεύω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.