εξωραΐζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξωραΐζω < ελληνιστική κοινή ἐξωραΐζω < ἐξ- + ὡραΐζω (ομορφαίνω) < αρχαία ελληνική ὡραῖος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική embellir)
Ρήμα
εξωραΐζω (παθητική φωνή: εξωραΐζομαι)
Συγγενικά
- εξωραϊσμένος
- εξωραϊσμός
- εξωραϊστικά
- εξωραϊστικός
- → δείτε τις λέξεις ωραίος και ώρα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξωραΐζω | εξωράιζα | θα εξωραΐζω | να εξωραΐζω | εξωραΐζοντας | |
| β' ενικ. | εξωραΐζεις | εξωράιζες | θα εξωραΐζεις | να εξωραΐζεις | εξωράιζε | |
| γ' ενικ. | εξωραΐζει | εξωράιζε | θα εξωραΐζει | να εξωραΐζει | ||
| α' πληθ. | εξωραΐζουμε | εξωραΐζαμε | θα εξωραΐζουμε | να εξωραΐζουμε | ||
| β' πληθ. | εξωραΐζετε | εξωραΐζατε | θα εξωραΐζετε | να εξωραΐζετε | εξωραΐζετε | |
| γ' πληθ. | εξωραΐζουν(ε) | εξωράιζαν εξωραΐζαν(ε) |
θα εξωραΐζουν(ε) | να εξωραΐζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξωράισα | θα εξωραΐσω | να εξωραΐσω | εξωραΐσει | ||
| β' ενικ. | εξωράισες | θα εξωραΐσεις | να εξωραΐσεις | εξωράισε | ||
| γ' ενικ. | εξωράισε | θα εξωραΐσει | να εξωραΐσει | |||
| α' πληθ. | εξωραΐσαμε | θα εξωραΐσουμε | να εξωραΐσουμε | |||
| β' πληθ. | εξωραΐσατε | θα εξωραΐσετε | να εξωραΐσετε | εξωραΐστε | ||
| γ' πληθ. | εξωράισαν εξωραΐσαν(ε) |
θα εξωραΐσουν(ε) | να εξωραΐσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξωραΐσει | είχα εξωραΐσει | θα έχω εξωραΐσει | να έχω εξωραΐσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξωραΐσει | είχες εξωραΐσει | θα έχεις εξωραΐσει | να έχεις εξωραΐσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξωραΐσει | είχε εξωραΐσει | θα έχει εξωραΐσει | να έχει εξωραΐσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξωραΐσει | είχαμε εξωραΐσει | θα έχουμε εξωραΐσει | να έχουμε εξωραΐσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξωραΐσει | είχατε εξωραΐσει | θα έχετε εξωραΐσει | να έχετε εξωραΐσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξωραΐσει | είχαν εξωραΐσει | θα έχουν εξωραΐσει | να έχουν εξωραΐσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξωραΐζομαι | εξωραϊζόμουν(α) | θα εξωραΐζομαι | να εξωραΐζομαι | ||
| β' ενικ. | εξωραΐζεσαι | εξωραϊζόσουν(α) | θα εξωραΐζεσαι | να εξωραΐζεσαι | (εξωραΐζου) | |
| γ' ενικ. | εξωραΐζεται | εξωραϊζόταν(ε) | θα εξωραΐζεται | να εξωραΐζεται | ||
| α' πληθ. | εξωραϊζόμαστε | εξωραϊζόμαστε εξωραϊζόμασταν |
θα εξωραϊζόμαστε | να εξωραϊζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξωραΐζεστε | εξωραϊζόσαστε εξωραϊζόσασταν |
θα εξωραΐζεστε | να εξωραΐζεστε | (εξωραΐζεστε) | |
| γ' πληθ. | εξωραΐζονται | εξωραΐζονταν εξωραϊζόντουσαν |
θα εξωραΐζονται | να εξωραΐζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξωραΐστηκα | θα εξωραϊστώ | να εξωραϊστώ | εξωραϊστεί | ||
| β' ενικ. | εξωραΐστηκες | θα εξωραϊστείς | να εξωραϊστείς | εξωραΐσου | ||
| γ' ενικ. | εξωραΐστηκε | θα εξωραϊστεί | να εξωραϊστεί | |||
| α' πληθ. | εξωραϊστήκαμε | θα εξωραϊστούμε | να εξωραϊστούμε | |||
| β' πληθ. | εξωραϊστήκατε | θα εξωραϊστείτε | να εξωραϊστείτε | εξωραϊστείτε | ||
| γ' πληθ. | εξωραΐστηκαν εξωραϊστήκαν(ε) |
θα εξωραϊστούν(ε) | να εξωραϊστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξωραϊστεί | είχα εξωραϊστεί | θα έχω εξωραϊστεί | να έχω εξωραϊστεί | εξωραϊσμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξωραϊστεί | είχες εξωραϊστεί | θα έχεις εξωραϊστεί | να έχεις εξωραϊστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξωραϊστεί | είχε εξωραϊστεί | θα έχει εξωραϊστεί | να έχει εξωραϊστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξωραϊστεί | είχαμε εξωραϊστεί | θα έχουμε εξωραϊστεί | να έχουμε εξωραϊστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξωραϊστεί | είχατε εξωραϊστεί | θα έχετε εξωραϊστεί | να έχετε εξωραϊστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξωραϊστεί | είχαν εξωραϊστεί | θα έχουν εξωραϊστεί | να έχουν εξωραϊστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.