καλλωπιστικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα καλλωπιστικά
      γενική των καλλωπιστικών
    αιτιατική τα καλλωπιστικά
     κλητική καλλωπιστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλλωπιστικά < καλλωπιστικός +

Ουσιαστικό

καλλωπιστικά ουδέτερο, πληθυντικός

Μεταφράσεις

Επίρρημα

καλλωπιστικά

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καλλωπιστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.