και καλά
Νέα ελληνικά (el)
ορισμός:
- δήθεν (όταν αναφέρεται κάτι που δεν ισχύει)
Αναφορές
- ※ Είς τὴν μακρὰν ἔκθεσιν τοῦ βουλευτοῦ Ἀττικῆς κ. Δ. Ῥάλλη, δι' ἧς προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξῃ καὶ καλὰ, ὅτι ἐν τῷ δήμῳ Κρωπίας συνέβη καλπονόθευσις, ὀλίγαι λέξεις ἀρκοῦσιν ὡς ἀπάντησις. (Εφημερίς Έτος Α΄, Αρ, 275, σελ. 5, 2 Ιουλίου 1874)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.