κακά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

κακά < (στην παιδική γλώσσα) λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις

  • μαμ, κακά και νάνι
  • κακά στα μούτρα σου!

Συγγενικά

  • κακάκια

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

κακά < κακ(ός) +

Επίρρημα

κακά

  1. με κακία
  2. άσχημα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • κακά, ψυχρά κι ανάποδα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 3

κακά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κακά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.