κακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- κακά < (στην παιδική γλώσσα) → λείπει η ετυμολογία
Εκφράσεις
- μαμ, κακά και νάνι
- κακά στα μούτρα σου!
Συγγενικά
- κακάκια
Μεταφράσεις
- → δείτε και τη λέξη περίττωμα
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- κακά, ψυχρά κι ανάποδα
Ετυμολογία 3
- κακά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κακό, ουδέτερο του κακός
Πηγές
- κακά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.