ατέλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατέλεια | οι | ατέλειες |
| γενική | της | ατέλειας | των | ατελειών |
| αιτιατική | την | ατέλεια | τις | ατέλειες |
| κλητική | ατέλεια | ατέλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτέλεια[1] < ἀτελής< ἀ- στερητικό + τέλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈte.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τέ‐λει‐α
Ουσιαστικό
ατέλεια θηλυκό
- η έλλειψη υποχρέωσης για πληρωμή δασμών ή φόρων, η απαλλαγή από αυτούς.
- το ελάττωμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
έλλειψη τελειότητας
|
Αναφορές
- ατέλεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.