καλόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

καλόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλός

Ουσιαστικό

καλόν ουδέτερο

Ετυμολογία 2

καλόν: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καλόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του καλός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.