κακομαγειρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακομαγειρεμένος | η | κακομαγειρεμένη | το | κακομαγειρεμένο |
| γενική | του | κακομαγειρεμένου | της | κακομαγειρεμένης | του | κακομαγειρεμένου |
| αιτιατική | τον | κακομαγειρεμένο | την | κακομαγειρεμένη | το | κακομαγειρεμένο |
| κλητική | κακομαγειρεμένε | κακομαγειρεμένη | κακομαγειρεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακομαγειρεμένοι | οι | κακομαγειρεμένες | τα | κακομαγειρεμένα |
| γενική | των | κακομαγειρεμένων | των | κακομαγειρεμένων | των | κακομαγειρεμένων |
| αιτιατική | τους | κακομαγειρεμένους | τις | κακομαγειρεμένες | τα | κακομαγειρεμένα |
| κλητική | κακομαγειρεμένοι | κακομαγειρεμένες | κακομαγειρεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακομαγειρεμένος < κακο- + μαγειρεμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαγειρεύω
Μετοχή
κακομαγειρεμένος, -η, -ο
- (γαστρονομία) που δεν έχει μαγειρευτεί καλά
- → δείτε και τη λέξη αμαγείρευτος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κακομαγειρεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.