αμαγείρευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμαγείρευτος | η | αμαγείρευτη | το | αμαγείρευτο |
| γενική | του | αμαγείρευτου | της | αμαγείρευτης | του | αμαγείρευτου |
| αιτιατική | τον | αμαγείρευτο | την | αμαγείρευτη | το | αμαγείρευτο |
| κλητική | αμαγείρευτε | αμαγείρευτη | αμαγείρευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμαγείρευτοι | οι | αμαγείρευτες | τα | αμαγείρευτα |
| γενική | των | αμαγείρευτων | των | αμαγείρευτων | των | αμαγείρευτων |
| αιτιατική | τους | αμαγείρευτους | τις | αμαγείρευτες | τα | αμαγείρευτα |
| κλητική | αμαγείρευτοι | αμαγείρευτες | αμαγείρευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμαγείρευτος < α- στερητικό + μαγειρευτός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.maˈʝi.ɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μα‐γεί‐ρευ‐τος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.