καλομαγειρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλομαγειρεμένος | η | καλομαγειρεμένη | το | καλομαγειρεμένο |
| γενική | του | καλομαγειρεμένου | της | καλομαγειρεμένης | του | καλομαγειρεμένου |
| αιτιατική | τον | καλομαγειρεμένο | την | καλομαγειρεμένη | το | καλομαγειρεμένο |
| κλητική | καλομαγειρεμένε | καλομαγειρεμένη | καλομαγειρεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλομαγειρεμένοι | οι | καλομαγειρεμένες | τα | καλομαγειρεμένα |
| γενική | των | καλομαγειρεμένων | των | καλομαγειρεμένων | των | καλομαγειρεμένων |
| αιτιατική | τους | καλομαγειρεμένους | τις | καλομαγειρεμένες | τα | καλομαγειρεμένα |
| κλητική | καλομαγειρεμένοι | καλομαγειρεμένες | καλομαγειρεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλομαγειρεμένος < καλός + -ο- + μαγειρεμένος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
καλομαγειρεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.