κάργα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkaɾ.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάρ‐γα
Ετυμολογία 1
- κάργα < (άμεσο δάνειο) βενετική carga (φορτίο, γεμάτο)
Επίρρημα
κάργα
- (οικείο) τελείως, πάρα πολύ γεμάτος
- (ναυτικός όρος)
- (για πανιά) τεντωμένος , φουσκωμένος
- (για κουπιά) πρόσταγμα για γρήγορη κωπηλασία
- ↪ κάργα τα κουπιά!
Συγγενικά
- καργάδο (ιδιωματικό)
- κάργας
- καργάρισμα
- καργαρισμένος
- καργαριστός
- καργάρω, καργάρομαι
- κάργκο
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάργα | οι | κάργες |
| γενική | της | κάργας | — | |
| αιτιατική | την | κάργα | τις | κάργες |
| κλητική | κάργα | κάργες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών' δε συνηθίζεται. Ο πληθυντικός προφέρεται όπως το κάργιες. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- κάργα (ουσιαστικό) < (άμεσο δάνειο) τουρκική karga
Ουσιαστικό
κάργα θηλυκό
- άλλη μορφή του κάργια
- ※ Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται / στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια (Κώστας Καρυωτάκης, Πρέβεζα)
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.