φουσκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φουσκωμένος | η | φουσκωμένη | το | φουσκωμένο |
| γενική | του | φουσκωμένου | της | φουσκωμένης | του | φουσκωμένου |
| αιτιατική | τον | φουσκωμένο | τη | φουσκωμένη | το | φουσκωμένο |
| κλητική | φουσκωμένε | φουσκωμένη | φουσκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φουσκωμένοι | οι | φουσκωμένες | τα | φουσκωμένα |
| γενική | των | φουσκωμένων | των | φουσκωμένων | των | φουσκωμένων |
| αιτιατική | τους | φουσκωμένους | τις | φουσκωμένες | τα | φουσκωμένα |
| κλητική | φουσκωμένοι | φουσκωμένες | φουσκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φουσκωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου φουσκώνω
Μετοχή
φουσκωμένος, -η, -ο
- που τον έχουν φουσκώσει
- (για ποτάμια) που το επίπεδό του έχει ανεβεί πολύ λόγω μεγάλων βροχοπτώσεων
- ο Πηνειός είναι φουσκωμένος
- (για λογαριασμό, φόρο, κλπ) υψηλός
- ο λογαριασμός τηλεφώνου είναι πολύ φουσκωμένος αυτό το μήνα
- (για μια υπόθεση, εργασία, κλπ) πολυπληθής, με πολλά στοιχεία
- φουσκωμένος χαρτοφύλακας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.