κάργας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κάργας | ||
| γενική | του | κάργα | ||
| αιτιατική | τον | κάργα | ||
| κλητική | κάργα | |||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkaɾ.ɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάρ‐γας
- ομόηχο: Κάργας (επώνυμο)
Ουσιαστικό
κάργας αρσενικό, μόνο στον ενικό [2]
Μεταφράσεις
κάργας
|
Αναφορές
- κάργας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.