κάργια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάργια οι κάργιες
      γενική της κάργιας
    αιτιατική την κάργια τις κάργιες
     κλητική κάργια κάργιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάργια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάργα < τουρκική karga [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkaɾ.ʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάργια

Ουσιαστικό

κάργια θηλυκό

  1. (πτηνό) πουλί με μαύρο φτέρωμα (Corvus monedula)
  2. (μεταφορικά) αντιπαθητική γυναίκα που έχει κακία μέσα της

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.