κάντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάντζα οι κάντζες
      γενική της κάντζας
    αιτιατική την κάντζα τις κάντζες
     κλητική κάντζα κάντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάντζα < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قانجه (kanca, kance) (τουρκικά kanca) < βενετική ganzo[1] < πρωτοκελτική *ganskyos (κλαδί) ή αρχαία ελληνική γαμψός[2] (αντιδάνειο) Δείτε και γάντζος.

Ουσιαστικό

κάντζα θηλυκό

  • (παρωχημένο, εργαλείο) που χρησι­μοποιούσαν οι ξυλοκόποι, για να κουμαντάρουν τα κούτσουρα, καθώς μεταφέρονταν σε υδάτινο ρεύμα (ποτάμι κ.λπ.)
      Οι ξυλοκόποι που μετείχαν στη μεταφορά ονομάζονταν σαλτζήδες. Οι καλύτεροι αναδεικνύονταν σε μαστόρους. Όλοι τους, σαλτζήδες και μαστόροι ήταν βλαχικής καταγωγής από τα χωριά της Καλαμπάκας: Μαλακάσι, Καλομοίρα, Καστανιά, Κλινοβός, Χρυσομηλιά και Γλυκομηλιά. Οι πλέον έμπειροι, και κυρίως οι μαστόροι, προέρχονταν, όπως μας είπε ο Δερπανόπουλος, από τη Γλυκομηλιά (Κάτω Περλιάγκο παλαιότερα). Στη μοναδική φωτογραφία που τραβήχτηκε το 1910 στο λιμάνι Τσαγκρασούλη της Καλαμπάκας φαίνονται πολλοί σαλτζήδες με τοπικές ενδυμασίες, κρατώντας κάντζα. (Λάζαρος Αρσενίου, Καλαμπάκα: 3.000 χρόνια νεότητα, εκδ. Τα Μετέωρα, Καλαμπάκα 2015, ISBN: 978–960–98589–6–0, σελ. 87)
     δείτε και τη λέξη γάντζος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.