ξυλοκόπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξυλοκόπος | οι | ξυλοκόποι |
| γενική | του | ξυλοκόπου | των | ξυλοκόπων |
| αιτιατική | τον | ξυλοκόπο | τους | ξυλοκόπους |
| κλητική | ξυλοκόπε | ξυλοκόποι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ξυλοκόπος στη Φινλανδία (1944)
Ετυμολογία
- ξυλοκόπος < αρχαία ελληνική ξυλοκόπος < ξύλον + κόπτω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ξυλοκόπημα
- ξυλοκοπώ
- → δείτε τις λέξεις ξύλο και κόβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.