καμπύλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμπύλωση | οι | καμπυλώσεις |
| γενική | της | καμπύλωσης* | των | καμπυλώσεων |
| αιτιατική | την | καμπύλωση | τις | καμπυλώσεις |
| κλητική | καμπύλωση | καμπυλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καμπυλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καμπύλωση θηλυκό
- η μετατροπή ενός ίσιου ή επίπεδου αντικειμένου σε καμπύλο, η απόκτηση καμπυλότητας
- η καμπύλωση του χωροχρόνου υπό την επίδραση ενός πεδίου βαρύτητας
Μεταφράσεις
καμπύλωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.