κάλλιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κάλλιστος | η | κάλλιστη | το | κάλλιστο |
| γενική | του | κάλλιστου | της | κάλλιστης | του | κάλλιστου |
| αιτιατική | τον | κάλλιστο | την | κάλλιστη | το | κάλλιστο |
| κλητική | κάλλιστε | κάλλιστη | κάλλιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κάλλιστοι | οι | κάλλιστες | τα | κάλλιστα |
| γενική | των | κάλλιστων | των | κάλλιστων | των | κάλλιστων |
| αιτιατική | τους | κάλλιστους | τις | κάλλιστες | τα | κάλλιστα |
| κλητική | κάλλιστοι | κάλλιστες | κάλλιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κάλλιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλλιστος, υπερθετικός βαθμός του καλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.li.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάλ‐λι‐στος
Επίθετο
κάλλιστος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του καλός
- ※ Οι προκολομβιανοί γεωπόνοι αμείβονταν με πλούσιες σοδειές —και οι σύγχρονοι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η terra preta οφείλει τις θαυμαστές ιδιότητές της στο λεπτό, πορώδες ξυλοκάρβουνο, που αποτελεί κάλλιστη αποθήκη μεταλλικών στοιχείων. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 7/9/2009)
Συγγενικά
- καλλιστεία
- κάλλιστα (επίρρημα, πιο συχνή χρήση)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κάλλιστος | ἡ | καλλίστη | τὸ | κάλλιστον |
| γενική | τοῦ | καλλίστου | τῆς | καλλίστης | τοῦ | καλλίστου |
| δοτική | τῷ | καλλίστῳ | τῇ | καλλίστῃ | τῷ | καλλίστῳ |
| αιτιατική | τὸν | κάλλιστον | τὴν | καλλίστην | τὸ | κάλλιστον |
| κλητική ὦ! | κάλλιστε | καλλίστη | κάλλιστον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κάλλιστοι | αἱ | κάλλισται | τὰ | κάλλιστᾰ |
| γενική | τῶν | καλλίστων | τῶν | καλλίστων | τῶν | καλλίστων |
| δοτική | τοῖς | καλλίστοις | ταῖς | καλλίσταις | τοῖς | καλλίστοις |
| αιτιατική | τοὺς | καλλίστους | τὰς | καλλίστᾱς | τὰ | κάλλιστᾰ |
| κλητική ὦ! | κάλλιστοι | κάλλισται | κάλλιστᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλλίστω | τὼ | καλλίστᾱ | τὼ | καλλίστω |
| γεν-δοτ | τοῖν | καλλίστοιν | τοῖν | καλλίσταιν | τοῖν | καλλίστοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κάλλιστος < υπερθετικός βαθμός του καλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.