προκολομβιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκολομβιανός η προκολομβιανή το προκολομβιανό
      γενική του προκολομβιανού της προκολομβιανής του προκολομβιανού
    αιτιατική τον προκολομβιανό την προκολομβιανή το προκολομβιανό
     κλητική προκολομβιανέ προκολομβιανή προκολομβιανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκολομβιανοί οι προκολομβιανές τα προκολομβιανά
      γενική των προκολομβιανών των προκολομβιανών των προκολομβιανών
    αιτιατική τους προκολομβιανούς τις προκολομβιανές τα προκολομβιανά
     κλητική προκολομβιανοί προκολομβιανές προκολομβιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προκολομβιανός < προ- + Κολομβιανός < Κολόμβος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pre-Columbian / precolumbian[1])

Επίθετο

προκολομβιανός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.