κάβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάβα οι κάβες
      γενική της κάβας
    αιτιατική την κάβα τις κάβες
     κλητική κάβα κάβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cava < λατινική cava < cavus / cavum

Ουσιαστικό

κάβα θηλυκό

  1. μέρος κατάλληλο για την αποθήκευση οινοπνευματωδών ποτών
  2. κατάστημα που πουλάει οινοπνευματώδη ποτά και μερικές φορές άλλα είδη όπως ξηρούς καρπούς κ.λπ.
  3. (συνεκδοχικά) το στοκ από οινοπνευματώδη ποτά που έχει κάποιος στην κατοχή του
  4. (στα χαρτοπαίγνια) τα χρήματα που καταθέτει κάποιος χαρτοπαίχτης στην αρχή της χαρτοπαιξίας, ανταλλάσσοντάς τα με μάρκες
  5. (στα χαρτοπαίγνια) αυτός που μοιράζει την τράπουλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.