cave

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cave caves

cave (en)

  1. η σπηλιά, το σπήλαιο
  2. κοιλότητα
  3. η κάβα (με τα κρασιά στο υπόγειο)

Ρήμα

ενεστώτας cave
γ΄ ενικό ενεστώτα caves
αόριστος caved
παθητική μετοχή caved
ενεργητική μετοχή caving

cave (en)

  1. υποχωρώ, παραδίδομαι
  2. υποχωρώ, καταρρέω
  3. σκάβω και δημιουργώ μια κοιλότητα
  4. εξερευνώ σπήλαια για αναψυχή



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cave caves

cave (fr) θηλυκό

  1. το υπόγειο, το κατώι, το κατώγι
  2. η κάβα



Ιταλικά (it)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό cavo cavi
θηλυκό cava cave

cave (it)

  1. πληθυντικός αριθμός του cava
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.