cave
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | cave |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | caves |
| αόριστος | caved |
| παθητική μετοχή | caved |
| ενεργητική μετοχή | caving |
cave (en)
- υποχωρώ, παραδίδομαι
- υποχωρώ, καταρρέω
- σκάβω και δημιουργώ μια κοιλότητα
- εξερευνώ σπήλαια για αναψυχή
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ιταλικά (it)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.