ανώγειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανώγειος η ανώγεια το ανώγειο
      γενική του ανώγειου της ανώγειας του ανώγειου
    αιτιατική τον ανώγειο την ανώγεια το ανώγειο
     κλητική ανώγειε ανώγεια ανώγειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανώγειοι οι ανώγειες τα ανώγεια
      γενική των ανώγειων των ανώγειων των ανώγειων
    αιτιατική τους ανώγειους τις ανώγειες τα ανώγεια
     κλητική ανώγειοι ανώγειες ανώγεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανώγειος < μεσαιωνική ελληνική ἀνώγειον[1] < αρχαία ελληνική ἀνώγαιον / ἀνώγεον < ἄνω + γαῖα

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈno.ʝi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανώγειος

Επίθετο

ανώγειος

  1. (αρχιτεκτονική) που βρίσκεται πάνω από το ισόγειο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ανώγειο

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις άνω και γη

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.