ισόγειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ισόγειο | τα | ισόγεια |
| γενική | του | ισογείου & ισόγειου |
των | ισογείων |
| αιτιατική | το | ισόγειο | τα | ισόγεια |
| κλητική | ισόγειο | ισόγεια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισόγειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ισόγειος

Παράθυρο ισογείου που βλέπει σε πεζοδρόμιο.
Ουσιαστικό
ισόγειο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.