ισορροπιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισορροπιστής οι ισορροπιστές
      γενική του ισορροπιστή των ισορροπιστών
    αιτιατική τον ισορροπιστή τους ισορροπιστές
     κλητική ισορροπιστή ισορροπιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισορροπιστής < ισορροπ(ώ) + -ιστής, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική équilibriste[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.so.ɾo.piˈstis/

Ουσιαστικό

ισορροπιστής αρσενικό (θηλυκό: ισορροπίστρια)

  1. αυτός που ισορροπεί
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) ο ακροβάτης που ισορροπεί πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί ή καλώδιο
  3. (μεταφορικά) αυτός που προσπαθεί να εξισορροπήσει κάποιους αντιτιθέμενους, να τους συμβιβάσει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.