ισορροπιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ισορροπιστής | οι | ισορροπιστές |
| γενική | του | ισορροπιστή | των | ισορροπιστών |
| αιτιατική | τον | ισορροπιστή | τους | ισορροπιστές |
| κλητική | ισορροπιστή | ισορροπιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισορροπιστής < ισορροπ(ώ) + -ιστής, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική équilibriste[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.so.ɾo.piˈstis/
Ουσιαστικό
ισορροπιστής αρσενικό (θηλυκό: ισορροπίστρια)
- αυτός που ισορροπεί
- (ειδικότερα, επάγγελμα) ο ακροβάτης που ισορροπεί πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί ή καλώδιο
- (μεταφορικά) αυτός που προσπαθεί να εξισορροπήσει κάποιους αντιτιθέμενους, να τους συμβιβάσει
Μεταφράσεις
ισορροπιστής
Αναφορές
- ισορροπιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.