ισορροπίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισορροπίστρια οι ισορροπίστριες
      γενική της ισορροπίστριας των ισορροπιστριών
    αιτιατική την ισορροπίστρια τις ισορροπίστριες
     κλητική ισορροπίστρια ισορροπίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισορροπίστρια < ισορροπιστής + -τρια

Ουσιαστικό

ισορροπίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.