ικμάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ικμάδα οι ικμάδες
      γενική της ικμάδας των ικμάδων
    αιτιατική την ικμάδα τις ικμάδες
     κλητική ικμάδα ικμάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ικμάδα < αρχαία ελληνική ἰκμάς (αιτιατική ἰκμάδα)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ikˈma.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ικμάδα

Ουσιαστικό

ικμάδα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η δροσιά, η γήινη υγρασία
     συνώνυμα: ανάδοση
  2. (μεταφορικά) ζωτική δύναμη, ενεργητικότητα, ζωντάνια
      Τα ενοίκια ήταν ακόμη ανεκτά για μια περιοχή που απείχε επτά στάσεις με τον υπόγειο από την καρδιά του Μανχάταν. Σήμερα είναι απλησίαστα, μιας και θεωρείται το νέο Μπρούκλιν, μια στυλάτη συνοικία για νέους επαγγελματίες και οικογενειάρχες. Οσο για την ομογενειακή παρουσία, είναι ακόμα έντονη, αλλά χρόνο με τον χρόνο χάνει την ικμάδα της.
    Μαργαρίτα Πουρνάρα, Η ελληνοαμερικανική ομογένεια γράφει τη δική της ιστορία, Η Καθημερινή, 24 Ιανουαρίου 2021

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.