ἰκμάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἰκμάς | αἱ | ἰκμάδες |
| γενική | τῆς | ἰκμάδος | τῶν | ἰκμάδων |
| δοτική | τῇ | ἰκμάδῐ | ταῖς | ἰκμάσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἰκμάδᾰ | τὰς | ἰκμάδᾰς |
| κλητική ὦ! | ἰκμάς | ἰκμάδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰκμάδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰκμάδοιν | ||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἰκμάς < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- ἄνικμος
- δύσικμος
- ἔνικμος
- ἰκμαδώδης
- ἰκμάζω
- ἰκμαίνω
- ἰκμαῖος
- ἰκμαλέος
- ἰκμασία
- ἰκμάω
- ἴκμη
- ἴκμιος
- ἰκμόβωλον
- ἰκμώδης
- ικμάδα (νέα ελληνικά)
Πηγές
- ἰκμάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰκμάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.