ἰκμάς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰκμάς αἱ ἰκμάδες
      γενική τῆς ἰκμάδος τῶν ἰκμάδων
      δοτική τῇ ἰκμάδ ταῖς ἰκμάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἰκμάδ τὰς ἰκμάδᾰς
     κλητική ! ἰκμάς ἰκμάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰκμάδε
γεν-δοτ τοῖν  ἰκμάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἰκμάς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἰκμάς θηλυκό

  1. υγρασία
  2. χυμός

Συγγενικά

  • ἄνικμος
  • δύσικμος
  • ἔνικμος
  • ἰκμαδώδης
  • ἰκμάζω
  • ἰκμαίνω
  • ἰκμαῖος
  • ἰκμαλέος
  • ἰκμασία
  • ἰκμάω
  • ἴκμη
  • ἴκμιος
  • ἰκμόβωλον
  • ἰκμώδης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.