ανάδοση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάδοση οι αναδόσεις
      γενική της ανάδοσης* των αναδόσεων
    αιτιατική την ανάδοση τις αναδόσεις
     κλητική ανάδοση αναδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάδοση < αρχαία ελληνική ἀνάδοσις < ἀναδίδωμι < δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dédeh₃- < *deh₃- (δίνω)

Ουσιαστικό

ανάδοση θηλυκό

  1. βλάστηση, αναβλάστηση, ανάπτυξη
  2. γήινη υγρασία, δροσιά
     συνώνυμα: ικμάδα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.