θρήνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θρήνος | οι | θρήνοι |
| γενική | του | θρήνου | των | θρήνων |
| αιτιατική | τον | θρήνο | τους | θρήνους |
| κλητική | θρήνε | θρήνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θρήνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θρῆνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρή‐νος
Ουσιαστικό
θρήνος αρσενικό
- κλάμα έντονο και παρατεταμένο
- ※ Όταν μαθεύτηκε στη χώρα η επιστροφή του Σαμουήλ και η καταστροφή του στρατού του, η χαρά της παραμονής μεταστράφηκε σε θρήνο. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- (λογοτεχνία, μουσική) λογοτενχικό έργο έμμετρο (συχνά μελοποιημένο) που εκφράζει θλίψη για ένα σημαντικό γεγονός ιστορικό ή προσωπικό
- ↪ λαϊκοί θρήνοι (μοιρολόγια)
- ↪ ο Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως (ποίημα που θρηνεί για την άλωση της Πόλης)
Συγγενικά
- αθρήνητα (επίρρημα)
- αθρήνητος
- αξιοθρήνητα (επίρρημα)
- αξιοθρήνητος
- θρηνητικά (επίρρημα)
- θρηνητικός
- θρηνολόγημα
- θρηνολογία
- θρηνολογώ
- θρηνοτράγουδο
- θρηνώ, θρηνούμαι
- θρηνώδημα
- θρηνώδης, θρηνώδες
- θρηνωδία
- θρηνώδικος
- θρηνωδός
- θρηνωδώ
- πικροθρήνητος
- πολυθρήνητος
- πολυθρηνώ
- Λέξεις με θρην- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
θρήνος
|
Πηγές
- θρήνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θρήνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.