θρηνολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρηνολογία οι θρηνολογίες
      γενική της θρηνολογίας των θρηνολογιών
    αιτιατική τη θρηνολογία τις θρηνολογίες
     κλητική θρηνολογία θρηνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θρηνολογία < μεσαιωνική ελληνική θρηνολογία < ελληνιστική κοινή θρηνολογέω

Ουσιαστικό

θρηνολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.