θρηνολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θρηνολόγημα | τα | θρηνολογήματα |
| γενική | του | θρηνολογήματος | των | θρηνολογημάτων |
| αιτιατική | το | θρηνολόγημα | τα | θρηνολογήματα |
| κλητική | θρηνολόγημα | θρηνολογήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
θρηνολόγημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.