οδυρμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδυρμός οι οδυρμοί
      γενική του οδυρμού των οδυρμών
    αιτιατική τον οδυρμό τους οδυρμούς
     κλητική οδυρμέ οδυρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδυρμός < αρχαία ελληνική ὀδυρμός < ὀδύρομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ðiɾˈmos/

Ουσιαστικό

οδυρμός αρσενικό

  • ο θρήνος
      Ό,τι και να κάνουν, όμως, ο κλαυθμός και ο οδυρμός το βράδυ των εκλογών θα είναι όλος δικός τους» (ΝΔ κατά ΣΥΡΙΖΑ, Καμίνη και Γερουλάνου: Ο κλαυθμός και οδυρμός το βράδυ των εκλογών θα είναι όλος δικός τους, protothema.gr, 22/04/2019, )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.