οδυρμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οδυρμός | οι | οδυρμοί |
| γενική | του | οδυρμού | των | οδυρμών |
| αιτιατική | τον | οδυρμό | τους | οδυρμούς |
| κλητική | οδυρμέ | οδυρμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οδυρμός < αρχαία ελληνική ὀδυρμός < ὀδύρομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ðiɾˈmos/
Μεταφράσεις
οδυρμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.