θρῆνος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θρῆνος οἱ θρῆνοι
      γενική τοῦ θρήνου τῶν θρήνων
      δοτική τῷ θρήν τοῖς θρήνοις
    αιτιατική τὸν θρῆνον τοὺς θρήνους
     κλητική ! θρῆνε θρῆνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρήνω
γεν-δοτ τοῖν  θρήνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θρῆνος < θρέομαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

θρῆνος θηλυκό

Συγγενικά

  • ἀξιόθρηνος
  • ἀθρήνητος
  • ἀθρηνί
  • δυσθρήνητος
  • θρήνερως
  • θρηνέω, ῶ & σύνθετα
  • θρηνεύω
  • θρήνημα
  • θρηνήσιμος
  • θρηνητήρ
  • θρηνητήριος
  • θρηνητής, θρηνήτωρ
  • θρηνήτρια
  • θρηνητικός
  • θρηνολάλος
  • θρηνολογέω, ῶ
  • θρηνοποιός
  • θρηνῳδέω, ῶ
  • θρηνῴδημα
  • θρηνῴδης, θρηνώδης
  • θρηνῳδία
  • θρηνῳδικός
  • θρηνῳδός
  • συνθρηνήτρια
  • σύνθρηνος
  • ὀξυθρήνητος
  • πολυθρήνητος, πολύθρηνος
  • φιλόθρηνος, φιλοθρηνής

  • ἀνθρήνη (σφήκα) άγνωστης ετυμολογίας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.