irascible

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

irascible < (διαχρονικό δάνειο) μέση αγγλική irascible (14ος αιώνας) < παλαιά γαλλική irascible < υστερολατινική irascibilis < λατινική irascor < ira (οργή, θυμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɪ.ˈɹæs.ɪ.bəl/

Επίθετο

irascible (en)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
irascible irascibles

Ετυμολογία

irascible < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική irascible (12ος αιώνας, περίπου το 1175) < υστερολατινική irascibilis < λατινική irascor < ira (οργή, θυμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ʁa.sibl/

Επίθετο

irascible (fr)

Πηγές



Ισπανικά (es)

Ετυμολογία

irascible < υστερολατινική irascibilis

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ɾas.ˈθi.β̞le/ (Ισπανία)
ΔΦΑ : /i.ɾa.ˈsi.β̞le/ (Λατινική Αμερική)

Επίθετο

irascible (es)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.