θερμοπλαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοπλαστικός η θερμοπλαστική το θερμοπλαστικό
      γενική του θερμοπλαστικού της θερμοπλαστικής του θερμοπλαστικού
    αιτιατική τον θερμοπλαστικό τη θερμοπλαστική το θερμοπλαστικό
     κλητική θερμοπλαστικέ θερμοπλαστική θερμοπλαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοπλαστικοί οι θερμοπλαστικές τα θερμοπλαστικά
      γενική των θερμοπλαστικών των θερμοπλαστικών των θερμοπλαστικών
    αιτιατική τους θερμοπλαστικούς τις θερμοπλαστικές τα θερμοπλαστικά
     κλητική θερμοπλαστικοί θερμοπλαστικές θερμοπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θερμοπλαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermoplastic < αρχαία ελληνική θερμός + πλαστικός < πλάθω

Επίθετο

θερμοπλαστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.