στερεοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στερεοποιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στερεοποιῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε στερε(ός) + -ο- + -ποιώ
Ρήμα
στερεοποιώ, αόρ.: στερεοποίησα, παθ.φωνή: στερεοποιούμαι, π.αόρ.: στερεοποιήθηκα, μτχ.π.π.: στερεοποιημένος
- γίνομαι στερεός
- η λάβα στερεοποιήθηκε
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στερεοποιώ | στερεοποιούσα | θα στερεοποιώ | να στερεοποιώ | στερεοποιώντας | |
| β' ενικ. | στερεοποιείς | στερεοποιούσες | θα στερεοποιείς | να στερεοποιείς | (στερεοποίει) | |
| γ' ενικ. | στερεοποιεί | στερεοποιούσε | θα στερεοποιεί | να στερεοποιεί | ||
| α' πληθ. | στερεοποιούμε | στερεοποιούσαμε | θα στερεοποιούμε | να στερεοποιούμε | ||
| β' πληθ. | στερεοποιείτε | στερεοποιούσατε | θα στερεοποιείτε | να στερεοποιείτε | στερεοποιείτε | |
| γ' πληθ. | στερεοποιούν(ε) | στερεοποιούσαν(ε) | θα στερεοποιούν(ε) | να στερεοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στερεοποίησα | θα στερεοποιήσω | να στερεοποιήσω | στερεοποιήσει | ||
| β' ενικ. | στερεοποίησες | θα στερεοποιήσεις | να στερεοποιήσεις | στερεοποίησε | ||
| γ' ενικ. | στερεοποίησε | θα στερεοποιήσει | να στερεοποιήσει | |||
| α' πληθ. | στερεοποιήσαμε | θα στερεοποιήσουμε | να στερεοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | στερεοποιήσατε | θα στερεοποιήσετε | να στερεοποιήσετε | στερεοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | στερεοποίησαν στερεοποιήσαν(ε) |
θα στερεοποιήσουν(ε) | να στερεοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στερεοποιήσει | είχα στερεοποιήσει | θα έχω στερεοποιήσει | να έχω στερεοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στερεοποιήσει | είχες στερεοποιήσει | θα έχεις στερεοποιήσει | να έχεις στερεοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στερεοποιήσει | είχε στερεοποιήσει | θα έχει στερεοποιήσει | να έχει στερεοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στερεοποιήσει | είχαμε στερεοποιήσει | θα έχουμε στερεοποιήσει | να έχουμε στερεοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στερεοποιήσει | είχατε στερεοποιήσει | θα έχετε στερεοποιήσει | να έχετε στερεοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στερεοποιήσει | είχαν στερεοποιήσει | θα έχουν στερεοποιήσει | να έχουν στερεοποιήσει |
| |
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
στερεοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.