θερμοπλαστικό
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
θερμοπλαστικό
- αιτιατική ενικού του θερμοπλαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θερμοπλαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.