θερμογόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμογόνος η θερμογόνος
& θερμογόνα
το θερμογόνο
      γενική του θερμογόνου της θερμογόνου
& θερμογόνας
του θερμογόνου
    αιτιατική τον θερμογόνο τη θερμογόνο
& θερμογόνα
το θερμογόνο
     κλητική θερμογόνε θερμογόνε
& θερμογόνα
θερμογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμογόνοι οι θερμογόνοι
& θερμογόνες
τα θερμογόνα
      γενική των θερμογόνων των θερμογόνων των θερμογόνων
    αιτιατική τους θερμογόνους τις θερμογόνους
& θερμογόνες
τα θερμογόνα
     κλητική θερμογόνοι θερμογόνοι
& θερμογόνες
θερμογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θερμογόνος < (θερμός) θερμο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική thermogène)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θeɾ.moˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερμογόνος

Επίθετο

θερμογόνος, -ος / -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.